- Ἰουδαική
- Ἰουδαϊκή , Ἰουδαικόςa Jewfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰουδαικῇ — Ἰουδαϊκῇ , Ἰουδαικός a Jew fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καραΐτες — Ιουδαϊκή θρησκευτική αίρεση, την οποία ίδρυσε ο Ανάν μπεν Δαβίδ (8ος αι. μ.Χ.). Οι οπαδοί της δέχονται την Παλαιά Διαθήκη αλλά απορρίπτουν την ιερή παράδοση, επειδή πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή καλύπτει με πληρότητα τις ανάγκες της διδασκαλίας. * * … Dictionary of Greek
ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… … Dictionary of Greek
ιουδαϊκός — ή, ό (ΑΜ ἰουδαϊκός, ή, όν) [Ιουδαίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιουδαίους, εβραϊκός, ισραηλιτικός («ιουδαϊκή θρησκεία») νεοελλ. φρ. α) «ιουδαϊκός σταυρός» το εξάγραμμα* β) «ιουδαϊκή ημέρα» ο χρόνος από τη μία δύση τού Ηλίου ώς την άλλη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιώσηπος — (Ιερουσαλήμ 37/38 μ.Χ. – Ρώμη; περ. 100 μ.Χ.).Ιουδαίος ιστορικός. Καταγόταν από ιερατικό γένος και ανήκε στη μερίδα των Φαρισαίων. Αφού παρέμεινε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου έλαβε μέρος στην εξέγερση εναντίον των … Dictionary of Greek
ИОСИФ — •Iosēphus, Ίώσηφος, впоследствии названный Флавием Иосифом, сын Матфея, происходил из священнического рода и родился в Иерусалиме в 37 г. от Р. X. Он получил научное образование и в 63 г. отправился в Рим,… … Реальный словарь классических древностей
Археология — Археологические раскопки на территории кремля в Угличе … Википедия
Hebräer [2] — Hebräer (Ant.). Hier ist von öffentlichen u. privaten Einrichtungen, Sitten u. Gebräuchen der H. bis zur gänzlichen Auflösung ihres Reichs durch die Zerstörung Jerusalems die Rede; die der späteren Juden s.u. Judenthnm. I. Staatswesen. A)… … Pierer's Universal-Lexikon
Josēphos — Josēphos, Titus Flavius, Jude, Sohn des Matthias, geb. 37 n.Chr., war für den gelehrten Stand bestimmt, erhielt eine hellenische Bildung, war nach einander Pharisäer, Sadducäer, Essener u. lebte dann drei Jahre bei dem Einsiedler Banus; zuletzt… … Pierer's Universal-Lexikon